φανταχτερός

φανταχτερός
φανταχτικός, φανταχτός, ή , ό яркий, броский, бросающийся в глаза;

φανταχτερά φορέματα — пёстрая одежда;

φανταχτερά χρώματα — броские, яркие краски или цвета


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φανταχτερός" в других словарях:

  • φανταχτερός — φανταχτερός, ή, ό και σφανταχτερός, ή, ό επίρρ. ά εκείνος που φαντάζει (βλ. λ.), που χτυπάει στο μάτι, ο ζωηρόχρωμος, ο χτυπητός, ο φαντεζί, ο φιγουράτος: Φανταχτερή γραβάτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φανταχτερός — και σφανταχτερός, ή, ό, Ν (για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που προκαλεί ζωηρή εντύπωση με την εξωτερική του εμφάνιση, εντυπωσιακός, χτυπητός (α. «πολύ φανταχτερός τύπος» β. «φανταχτερό φόρεμα»). επίρρ... φανταχτερά Ν με φανταχτερό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • μπάνικος — η, ο, θηλ. και ια [μπανίζω] 1. αυτός που διεγείρει τον ερωτικό πόθο, ελκυστικός («μπάνικη κοπέλα») 2. φανταχτερός, χτυπητός …   Dictionary of Greek

  • σφανταχτερός — ή, ό, Ν βλ. φανταχτερός …   Dictionary of Greek

  • φαντασιώδης — ες / φαντασιώδης, ῶδες, ΝΑ [φαντασία] 1. ο γεμάτος με φανταστικές εικόνες, γεμάτος με αποκυήματα τής φαντασίας 2. αυτός που υπάρχει μόνο στη φαντασία, φανταστικός, ανύπαρκτος 3. (για πρόσ. και πράγμ.) πομπώδης, φανταχτερός νεοελλ. 1. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • φανταχτερά — Ν επίρρ. βλ. φανταχτερός …   Dictionary of Greek

  • φαντεζί — καί φανταιζί, ο, η, το, Ν άκλ. φανταχτερός, χτυπητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fantaisie (< φαντασία)] …   Dictionary of Greek

  • φλαμέγκο — και φλαμένκο, το, και φλαμένκα, η, Ν είδος ισπανικού χορού και μιας αντίστοιχης μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. flamenco «φλαμανδικός, τσιγγάνικος, φανταχτερός»] …   Dictionary of Greek

  • επιδεικτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που αρέσει να επιδείχνεται, ο ρεκλαματζής. 2. που γίνεται για επίδειξη: Επιδεικτική παρέλαση του εχθρού. 3. εντυπωσιακός, χτυπητός, φανταχτερός, φαντεζί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φανταστικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τη φαντασία (βλ. λ.), που γίνεται νοητός ή παρασταίνεται με τη φαντασία: Φανταστικοί αριθμοί. 2. αυτός που υπάρχει μόνο στη φαντασία, ο ανύπαρχτος στην πραγματικότητα, ο πλασματικός, ο υποθετικός:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φανταχτικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. ά φανταχτερός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»